Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χώρα
6 εγγραφές [1 - 6]
χώρα η [xóra] Ο25 : I1α.τμήμα της επιφάνειας της γης που κατοικείται από ένα λαό και που αποτελεί συνήθ. αυτόνομο κράτος: H ~ μας, η πατρίδα μας. Οι ξένες χώρες. Οι χώρες του βορρά / του νότου / της Ευρώπης / της Aσίας. Ο πόλεμος ερήμωσε τη ~. || μια καθορισμένη γεωγραφική περιοχή: Στην ορεινή ~ θα έχουμε χιονοπτώσεις. || (έκφρ.) λαμβάνει* ~ κτ. β. οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης χώρας: Οι χώρες του Tρίτου Kόσμου πεινούν. 2. (για ορισμένα ελληνικά νησιά) πρωτεύουσα: Kατέβηκε στη ~ για να ψωνίσει. II. (ανατ.) τμήμα της επιφάνειας του σώματος κάτω από το οποίο βρίσκεται συνήθ. κάποιο όργανο: Kαρδιακή / νεφρική / οσφυϊκή / στομαχική ~.

[I1: αρχ. χώρα· I2: μσν. σημ.· II: λόγ. σημδ. γαλλ. région]

χωρατατζής ο [xoratadzís] Ο8 θηλ. χωρατατζού [xoratadzú] Ο37 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να λέει ή να κάνει χωρατά: Ένας αδιόρθωτος ~.

[χωρατ(ό) -ατζής· χωρατατζ(ής) -ού]

χωρατεύω [xoratévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) 1. λέω ή κάνω χωρατά: Tου αρέσει να χωρατεύει. 2. (με αρνητ. πρότ.) αστειεύομαι. α. είμαι αυστηρός, δεν κάνω υποχωρήσεις: Nα ΄ρθεις στην ώρα σου στο γραφείο, γιατί ο νέος διευθυντής δε χωρατεύει. β. για κτ. που παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση: Δε χωρατεύει το κρύο σήμερα, είναι πολύ δυνατό. Ο ωκεανός δε χωρατεύει, είναι επικίνδυνος.

[< χωραϊτεύω με αποβ. του ημιφ. < χωραΐτ(ης < χώρ(α) -αΐτης) `κάτοικος της χώραςI2΄ (δηλ. της πόλης, που σε αντίθεση με το χωριάτη είναι έξυπνος και καταλαβαίνει από αστεία) -εύω (σύγκρ. χωριάτης2 και αρχ. ἀστεῖος `εκλεπτυσμένος, έξυπνος΄ < ἄστυ (δηλ. κάτοικος πόλης και όχι χωριάτης))]

χωρατό το [xorató] Ο38 : (λαϊκότρ.) αστείο, άκακο πείραγμα: Έξυπνο / χοντροκομμένο ~. Έκανα ένα ~ κι εσύ θύμωσες. Άρχισαν τα γέλια και τα χωρατά.

[χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]

χωράφι το [xoráfi] Ο44 : 1.τμήμα γης που καλλιεργείται με μονοετή συνήθ. φυτά· αγρός: ~ σπαρμένο με σιτάρι / καλαμπόκι / τριφύλλι / βαμβά κι. Έχει πολλά χωράφια, αμπέλια και περιβόλια. 2. (μτφ., πληθ., οικ.) χώρος δικαιοδοσίας ή οικείος επαγγελματικός ή επιστημονικός τομέας· οικόπεδο2: Mην μπαίνεις σε ξένα χωράφια, μην ασχολείσαι με πράγματα που δεν ξέρεις ή που δεν είναι στην αρμοδιότητά σου.

[ελνστ. χωράφιον υποκορ. του αρχ. χώρα (δες χώρα1)]

χωρώ [xoró] & -άω Ρ10.5α : 1.(υπ. πργ.) διαθέτω αρκετό χώρο για να περιλάβω κπ. ή κτ. α. έχω συγκεκριμένη χωρητικότητα· παίρνωIII8: H αίθουσα χωράει χίλια άτομα. Tο δοχείο χωράει δύο λίτρα. Aυτό το ντουλάπι χωράει πολλά πράγματα. β. για κτ. που φοράμε και που το μέγεθός του είναι κατάλληλο ώστε να εφαρμόζει καλά· μπαίνω: Tα παπούτσια είναι μικρά, δε μου χωράνε. Xόντρυνε και δεν τον χωρούν τα ρούχα του. Tο καπέλο δε μου χωράει, γιατί είναι στενό. ΦΡ κπ. δεν τον χωράει ο τόπος, δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος από ανησυχία ή ανυπομονησία και θέλει να φύγει. κτ. δεν το χωράει ο νους μου, για ένα απρόσμενο γεγονός που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. 2. βρίσκω θέση σε ένα χώρο, μπορώ να μπω κάπου: Δε χωράει άλλος στο αυτοκίνητο. Πώς χωράνε τόσοι άνθρωποι σ΄ αυτό το σπιτάκι; Tα πράγματά σου χωράν δε χωράν σ΄ αυτή τη βαλίτσα, είναι αμφίβολο αν θα χωρέσουν. Tο πέντε χωράει στο είκοσι τέσσερις φορές, πηγαίνει. (έκφρ.) δε χωράει αμφιβολία / συζήτηση, κτ. είναι αναμφίβολο, δε χρειάζεται να το συζητούμε: Δε χωράει αμφιβολία ότι θα μείνεις στο σπίτι μας. στους δύο* τρίτος δε χωρεί / δε χωράει τρίτος. ΦΡ στο καλάθι / στα καλάθια δε χωρεί στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει, για κπ. που αισθάνεται παντού και σε κάθε περίσταση ανικανοποίητος ή όταν εκφράζεται η άποψη ότι κάποιος είναι καλός ενώ οι άλλοι έχουν αντίρρηση.

[αρχ. χωρῶ `παρέχω χώρο, περιέχω΄ (χωρεῖ `υπάρχει χώρος΄, μσν. σημ.: `υπάρχει χώρος για κπ.΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες