Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χώνω
1 εγγραφή
χώνω [xóno] -ομαι Ρ1 : 1α.πιέζω κτ. για να μπει βαθιά μέσα σε κτ. άλλο: ~ το καρφί στον τοίχο. ~ τον πάσσαλο στο χώμα. ~ το μαχαίρι στο λαι μό, βυθίζω. Tου χώθηκε ένα καρφί στο πόδι. || (οικ.) σκεπάζω με χώ μα· θάβω: Tον έχωσαν ζωντανό. Πάνε να τον χώσουν. β. βάζω κτ. μέσα σε μια κοιλότητα ή σε μια εσωτερική θέση: ~ το δάχτυλο στη μύτη / στο στό μα. Έχει τα χέρια χωμένα στις τσέπες. || Xώθηκε στη βαθιά πολυθρό να. ΦΡ χώνομαι παντού ή ~ τη μύτη / τη μούρη / την ουρά μου παντού, ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις. ~ τη μύτη μου κάπου, ασχολούμαι με κτ. δείχνοντας αδιάκριτη περιέργεια. ~ κτ. στο κεφάλι κάποιου, προσπαθώ να τον κάνω να το μάθει. γ. κρύβω κπ. ή κτ. μέσα σε ή κάτω από κτ. άλλο· τρυπώνω: Xώθηκε στο υπόγειο / κάτω από το κρεβάτι. Έχωσε τα λεφτά στο ντουλάπι / κάτω απ΄ το στρώμα. || τοποθετώ κτ. κάπου πρόχειρα και σε μέρος που δε φαίνεται· τρυπώνω: Πού το ΄χωσες πάλι το βιβλίο σου; δ. αναγκάζω κπ. να μπει σε ένα χώρο: Tον έχωσε στο σπίτι / στο αυτοκίνητο. ΦΡ ~ / βάζω κπ. μέσα, τον φυλακίζω. 2. (συνήθ. παθ.) σκεπάζομαι ολόκληρος με κτ. ή από κτ.: Xώθηκε μέσα στις κουβέρτες / στο βαρύ παλτό του. Xώθηκε στο νερό. Ο μικρός έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά της μάνας του. || Xώθηκε στις λάσπες, χώθηκαν τα πόδια του. || (μτφ.): Είναι χωμένος ως το λαιμό στα χρέη / στα σκάνδαλα, είναι βουτηγμένος, πνιγμένος στα χρέη, χρωστάει πάρα πολλά, κατηγορείται για πολλά σκάνδαλα. 3. (παθ.) προχωρώ βαθιά μέσα σε μια έκταση, σε ένα χώρο: Xώθηκε μέσα στο δάσος / μέσα στο πλήθος. 4. (μτφ., οικ.) βολεύω κπ. σε μια δουλειά: Θα κοιτάξω να τον χώσω σε καμιά θεσούλα. Xώθηκε στο δημόσιο, τρύπωσε.

[μσν. χώνω < ελνστ. χωννύω, χώννυμι (αρχ. χόω) `σωριάζω χώμα, θάβω΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. χωσ- (σύγκρ. λυσ- (έλυσα) - λύνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες