Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χόκεϊ
1 εγγραφή
χόκεϊ το [xókei] Ο (άκλ.) : αθλητικό παιχνίδι στο οποίο οι παίχτες προσπαθούν με μια ειδική καμπύλη ράβδο να περάσουν μία μπάλα ή ένα δίσκο στο τέρμα του αντιπάλου: ~ με δίσκο στον πάγο / επί πάγου. ~ με μπάλα σε γήπεδο με χλόη.

[λόγ. < αγγλ. hockey]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες