Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωματουργός
1 εγγραφή
χωματουργός ο [xomaturγós] Ο17 : εργάτης που ασχολείται με χωματουργικές εργασίες.

[λόγ. χωματ- (χώμα) + -ουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες