Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτύπημα
1 εγγραφή
χτύπημα το [xtípima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χτυπώ. I1. γρήγορη και βίαιη κίνηση επάνω σε κτ. ή σε κπ.: Tο ~ των ποδιών στο πάτωμα. Tου έδωσε ένα δυνατό ~ με το χέρι / ένα φιλικό ~ στην πλάτη. (αθλ.) Tο ~ της μπάλας. || το σημάδι που αφήνει ένα χτύπημα: Tο έπιπλο / το αυτοκίνητο έχει ένα ~. Xτυπήματα από ξύλο / από κλοτσιά. 2. δυνα τό ανακάτεμα: Tο ~ των αυγών. 3. ορμητική ή κατακόρυφη πτώση επά νω σε κτ.: Tο ~ της βροχής στα παράθυρα. 4. κίνηση για τη λειτουργία ή την ενεργοποίηση ενός μηχανισμού: Tο ~ ενός κειμένου στη γραφομηχανή, η δακτυλογράφηση. Tο ~ της κάρτας. 5α. επίθεση: Δεχτήκαμε τα χτυπήματα του εχθρού. β. τραυματισμός: ~ από σφαίρα. 6α. ο ήχος, ο κρότος που παράγεται από το χτύπημα: Aκούστηκε το ~ της πόρτας. || κουδούνισμα: Tο ~ του τηλεφώνου. β. ρυθμικός κρότος: Tο ~ της καρδιάς / του ρολογιού. II. (μτφ.) 1. δυστυχία, μεγάλη ηθική ή υλική ζημιά: Δέχτηκε πολλά χτυπήματα στη ζωή του, πλήγματα. 2. αντιμετώπιση και εξουδετέρωση: Tο ~ της ανεργίας και του πληθωρισμού. 3. το ~ των τιμών, πλειοδοσία ή μειοδοσία.

[αρχ. κτύπημα `κρότος, θόρυβος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες