Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτες
3 εγγραφές [1 - 3]
χτες [xtés] & χθες [xθés] & εχτές [extés] & εχθές [exθés] επίρρ. χρον. : 1.μία μέρα πριν από τη σημερινή, σε αντιδιαστολή προς το σήμερα ή προς το αύριο: ~ το πρωί / το βράδυ. Είναι εδώ από ~. H συνάντηση ήταν κανονισμένη για ~. Tο ψωμί / το φαγητό είναι από ~, είναι χτεσινό. (έκφρ.) ~, προχτές, (αόριστα) πριν από λίγες μέρες. σαν να ήταν ~ / λες και ήταν ~, για να δηλώσουμε ότι μια ανάμνηση είναι πολύ ζωντανή ή ότι ο χρόνος κυλά πολύ γρήγορα: Σαν να ήταν ~ που τελειώσαμε το σχολείο / που ήμασταν νέοι. 2. όταν αναφερόμαστε στο πρόσφατο συνήθ. παρελθόν, σε αντιδιαστολή προς το σήμερα: ~ ήταν ακόμη παιδί και σήμερα είναι παλικάρι. ~ έκανε όνειρα και τώρα δεν υπάρχει πια. || (ως ουσ.) το χτες, το παρελθόν, συνήθ. το πρόσφατο: Ο κόσμος / οι άνθρωποι του ~. Mη σκέπτεσαι το ~, κοίτα το αύριο.

[μσν. χτες < αρχ. χθές με ανομ. τρόπου άρθρ. [χθ > xt] · λόγ. < αρχ. χθές· μσν. εχτές < αρχ. ἐχθές με ανομ. τρόπου άρθρ. [χθ > xt] · λόγ. < αρχ. ἐχθές]

χτεσινοβραδινός -ή -ό [xtesinovraδinós] & χθεσινοβραδινός -ή -ό [xθesinovraδinós] Ε1 : που έγινε ή που παρουσιάστηκε χτες το βράδυ: Ο ~ χορός / επισκέπτης. Tα χθεσινοβραδινά γεγονότα. || (ως ουσ.): Mε στεναχώρησαν πολύ τα χθεσινοβραδινά.

[χτεσιν(ός) -ο- + βραδινός· λόγ. επίδρ. στο χτεσινοβραδινός]

χτεσινός -ή -ό [xtesinós] & χθεσινός -ή -ό [xθesinós] Ε1 : ANT σημερινός, αυριανός. 1. που έγινε, παρουσιάστηκε ή ήρθε χτες: H χτεσινή συζή τηση / βροχή / εφημερίδα. Tο χτεσινό φαγητό / γεγονός. Οι χθεσινοί επισκέπτες μας. 2. που έγινε ή που ανήκει στο πρόσφατο παρελθόν: Aυτή η ιστορία είναι πολύ παλιά, δεν είναι χτεσινή. Οι χθεσινοί έφηβοι είναι οι σημερινοί νέοι. Οι σημερινοί αστοί είναι χθεσινοί αγρότες. 3. πολύ νέος στην ηλικία ή στο επάγγελμα: Ένα χτεσινό παιδί δεν μπορεί να αναλάβει τόσες ευθύνες. ~ επιστήμονας / πολιτικός.

[ελνστ. χθεσινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] · λόγ. επίδρ. στο χτεσινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες