Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτίστης
1 εγγραφή
χτίστης ο [xtístis] Ο10 : εργάτης που ασχολείται με το χτίσιμο· οικοδόμος· κτίστης1.

[αρχ. κτίστης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες