Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτήμα
1 εγγραφή
κτήμα το [ktíma] & χτήμα το [xtíma] Ο48 στη σημ. I : I. ιδιόκτητη έκταση καλλιεργήσιμης γης: Έχει ένα ~ στη Θεσσαλία. Δουλεύει στα κτήματά μου. Δημόσια κτήματα. || ο αγρός, σε αντιδιαστολή προς τον ελαιώνα, αμπελώνα, οπωρώνα κτλ. II1. οτιδήποτε ανήκει στην κυριότητα ή στην κατοχή κάποιου: Δεν είμαι ~ κανενός. Aυτό το βιβλίο δεν είναι ~ σου. 2. (μτφ.) για γνώση κτλ. την οποία έχω αφομοιώσει: H ύλη της ιστορίας έχει γίνει ~ των μαθητών. (λόγ.) ΦΡ ~ ες αεί / εσαεί*.

[λόγ. < αρχ. κτῆμα `ιδιοκτησία΄· μσν. χτήμα < αρχ. κτῆμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες