Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρύσωμα το [xrísoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρυσώνω: Tο ~ της εικόνας, επιχρύσωση.
[αρχ. χρύσωμα `κατασκευασμένο από χρυσάφι΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]