Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρωμο- 1 [xromo] & χρωμό- [xromó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. αναφέρεται: 1. στην παρουσία κάποιου χρώματος εκτός από το άσπρο και το μαύρο: ~λιθογραφία, ~ξυλογραφία, ~τυπογραφία. 2. σε χρωστικές ουσίες: ~σαμπουάν. II. εναλλάσσεται με το χρωματο-: ~βλάστη, χρωμόσωμα.
[λόγ. < ελνστ. χρωμο- θ. του αρχ. ουσ. χρῶμ(α) -ο- ως α' συνθ.: χρω μο-κρασία `ανάμειξη χρωμάτων΄ & διεθ. chromo- < ελνστ. χρωμο-: χρω μό-σωμα < γαλλ. chromosome ή γερμ. Chromosom]
- χρωμο- 2 & χρωμ- [xrom], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο χρώμιο: ~λούξ, ~χάλυβας, ~χρώματα· χρωμαμίνες.
[λόγ. < γαλλ. chromo- < chrom(e) = χρώμι(ον) -ο- ως α' συνθ.: χρωμ-αμίνες < γαλλ. chromamines]