Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρωματουργία
1 εγγραφή
χρωματουργία η [xromaturjía] Ο25 : βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής χρωμάτων.

[λόγ. χρωματ(ο)- + -ουργία (διαφ. το ελνστ. χρωματουργία `βάψιμο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες