Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρωματουργία η [xromaturjía] Ο25 : βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής χρωμάτων.
[λόγ. χρωματ(ο)- + -ουργία (διαφ. το ελνστ. χρωματουργία `βάψιμο΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. χρωματ(ο)- + -ουργία (διαφ. το ελνστ. χρωματουργία `βάψιμο΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |