Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσοχόος
1 εγγραφή
χρυσοχόος ο [xrisoxóos] Ο18 : 1.τεχνίτης που κατεργάζεται το χρυσό. 2. κοσμηματοπώλης.

[λόγ. < αρχ. χρυσοχόος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες