Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρυσοδάκτυλος -η -ο [xrisoδáktilos] Ε5 : χαρακτηρισμός λωποδύτη ή ληστή, ο οποίος με επιδεξιότητα κατορθώνει να αφαιρέσει πολύ μεγάλα ποσά ή αντικείμενα πολύ μεγάλης αξίας.
[λόγ. χρυσο- + δάκτυλ(ον) -ος]



