Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσικός
1 εγγραφή
χρυσικός ο [xrisikós] Ο17 : (παρωχ.) χρυσοχόος.

[χρυσ(ός) -ικός (πρβ. ελνστ. χρυσικά `χρυσωρυχεία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες