Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονοτριβώ
1 εγγραφή
χρονοτριβώ [xronotrivó] Ρ10.9α : δαπανώ περισσότερο χρόνο από ό,τι χρειάζεται για να κάνω κτ.· καθυστερώ, αργοπορώ: Nα μη χρονοτριβούμε άλλο, γιατί το τρένο φεύγει.

[λόγ. < αρχ. χρονοτριβῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες