Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονομετρώ
1 εγγραφή
χρονομετρώ [xronometró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : 1.μετρώ με χρονόμετρο τη διάρκεια ενός έργου, ενός γεγονότος, μιας διαδικασίας: ~ τους αγώνες δρόμου. 2. υπολογίζω με ένα κοινό ρολόι το χρόνο που μου χρειά ζεται για κτ.: Xρονομέτρησα τη διάλεξή μου, για να μην ξεπεράσει τη μία ώρα.

[λόγ. < γαλλ. chronométrer < chronomètr(e) = χρονόμετρ(ον)1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες