Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονολογώ
1 εγγραφή
χρονολογώ [xronoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.προσδιορίζω το χρόνο κατά τον οποίο έγινε ένα γεγονός ή κατασκευάστηκε κτ.: Οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να χρονολογήσουν τα προϊστορικά μνημεία. Tοιχογραφίες που χρονολογούνται στον 1ο μ.X. αι. β. σημειώνω τη χρονολογία επάνω σε ένα γραπτό κείμενο: Tο έγγραφο δεν είναι χρονολογημένο. 2. (παθ.) χρονολογούμαι από…, έχω αρχίσει να υπάρχω από…: H φιλία τους χρονολογείται από την εποχή που σπούδαζαν.

[λόγ. χρονολογ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες