Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονογραφικός
1 εγγραφή
χρονογραφικός -ή -ό [xronoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη χρονογραφία ή στο χρονογράφο. χρονογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χρονογρα φ(ία), χρονογράφ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες