Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονογράφος
1 εγγραφή
χρονογράφος ο [xronoγráfos] Ο18 θηλ. χρονογράφος [xronoγráfos] Ο35 : 1.αυτός που έγραψε μια χρονογραφία. 2. αυτός που γράφει χρονογραφήματα.

[λόγ.: 1: ελνστ. χρονογράφος· 2: σημδ. γαλλ. chroniqueur (δες χρονικό3)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες