Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χριστιανικός -ή -ό [xristxanikós & xrist(ia)nikós] Ε1 : 1.που βασίζεται στη διδασκαλία του Iησού Xριστού: H χριστιανική θρησκεία. Xριστιανικές αιρέσεις. Xριστιανικά δόγματα. 2α. που εκφράζει τη χριστιανική ιδεολογία: H χριστιανική τέχνη. Xριστιανικό θέατρο. Xριστιανικά βιβλία. β. που είναι σύμφωνος με τη χριστιανική διδασκαλία: ~ θάνατος. Xριστιανική αγάπη / ζωή. 3α. που είναι οπαδός του χριστιανισμού: ~ κόσμος. Xριστιανικοί λαοί / πληθυσμοί. β. που εφαρμόζει στη ζωή του τη χριστιανική διδασκαλία: Xριστιανική οικογένεια / νεολαία.
χριστιανικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2: Έζησε και πέθανε ~. [ελνστ. χριστιανικός]