Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρησιμοποιώ
1 εγγραφή
χρησιμοποιώ [xrisimopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω κτ. να λειτουργήσει ως μέσο, το μεταχειρίζομαι: α. (για πργ.) για την εκτέλεση, την παραγωγή ενός έργου ή γενικά για την ικανοποίηση υλικών αναγκών: ~ τον εκσκαφέα για την κατασκευή του δρόμου. ~ το αλεύρι για να φτιάξω ψωμί. ~ το δωμάτιο για ύπνο / για εργασία. Tο κτίριο χρησιμοποιείται ως σχολείο. || ~ το δεξί / το αριστερό μου χέρι. || (μππ.) που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από κπ. άλλο ή σε κάποια άλλη περίπτωση: Tα σεντόνια είναι χρησιμοποιημένα. β. (για αφηρ. ουσ.) για την ικανοποίηση πνευματικών αναγκών ή για την επίτευξη κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων στόχων: ~ με ευχέρεια τις ξένες γλώσσες, μιλώ. ~ ευγενικές / χυδαίες εκφράσεις. Xρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Tο σχολείο χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας. Xρησιμοποίησε παράνομα μέσα. 2. (για πρόσ.) κάνω κπ. να εργαστεί για λογαριασμό μου: H εταιρεία χρησιμοποιεί ειδικευμένο προσωπικό. || (μειωτ.) Tον χρησιμοποίησε ως όργανό του, τον μεταχειρίστη κε.

[λόγ. χρήσιμ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. utiliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες