Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοχλάζω [koxlázo] & χοχλάζω [xoxlázo] Ρ2.1α : 1. για υγρά που αναταράζονται έντονα κατά το βρασμό, δημιουργώντας μεγάλες φυσαλίδες. || (έκφρ.) κοχλάζει το αίμα (του), για πολύ νέο άνθρωπο, γεμάτο ζωντάνια, που βρίσκεται στην ακμή της δραστηριότητας και της ζωντάνιας του. 2. για συναισθήματα που βρίσκονται σε μεγάλη ένταση και δεν έχουν εκδηλωθεί: Kοχλάζουν τα πάθη μέσα του.
[λόγ. < ελνστ. κοχλάζω (αρχ. καχλάζω)· μσν. χοχλάζω < ελνστ. κοχλάζω με υποχωρ. αφομ. [k-x > x-x] ]