Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χουνέρι το [xunéri] Ο44 : (οικ.) α. ύπουλη πράξη για εξαπάτηση: Kοίτα μη μου κάνεις κανένα ~! β. πάθημα από εξαπάτηση: Έπαθα ένα ~ που ακόμα το θυμάμαι.
[τουρκ. hüner `δεξιοτεχνία΄ (από τα περσ.) -ι]