Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χου το [xú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα χι.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα χι με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του υπερ. [x] και αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]
- χου χου [xú xú] επιφ. : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του γέλιου, κυρίως μαζί με το επιφώνημα χα*. || (ως ουσ.): Άρχισαν τα χα χα* και τα ~ ~.
[ηχομιμ.]
- χουβαρνταλίκι το [xuvardalíki] & κουβαρνταλίκι το [kuvardalíki] Ο44 : (οικ.) η ιδιότητα και η πράξη του χουβαρντά: Άρχισε πάλι τα χουβαρνταλίκια.
[τουρκ. hovardalιk, *kovardalιk -ι ( [o > u] κατά το χουβαρντάς)]
- χουβαρντάς ο [xuvardás] Ο1 θηλ. χουβαρντού [xuvardú] Ο37 & κουβαρντάς ο [kuvardás] Ο1 θηλ. κουβαρντού [kuvardú] Ο37 : (οικ.) άνθρωπος που ξοδεύει για τους άλλους χωρίς να τσιγκουνεύεται: Aυτός είναι ~, κάνει ακριβά δώρα / δίνει μεγάλα φιλοδωρήματα.
[τουρκ. hovarda, *kovarda -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του χειλ. [v] )· χουβαρντ(άς), κουβαρντ(άς) -ού]
- χουγιάζω [xujázo] Ρ2.2α : (λαϊκότρ.) 1. φωνάζω δυνατά, από μακριά για να διώξω τα ζώα: Xούγιαξε τ΄ άλογα / τα μουλάρια / τα ζωντανά. 2. (μτφ.) μαλώνω κπ. με δυνατές φωνές: Tο χουγιάζει πολύ το παιδί.
[σλαβ. huj(ati) -άζω]
- χούγιασμα το [xújazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χουγιάζω.
[χουγιασ- (χουγιάζω) -μα]
- χουζούρεμα το [xuzúrema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χουζουρεύω: M΄ αρέσει το ~, χουζούρι.
[χουζουρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- χουζουρεύω [xuzurévo] Ρ5.2α : (οικ.) ξεκουράζομαι τεμπελιάζοντας, συνήθ. ξαπλωμένος στο κρεβάτι: Tις Kυριακές ξυπνάει νωρίς, αλλά χουζουρεύει ως αργά.
[χουζούρ(ι) -εύω]
- χουζούρι το [xuzúri] Ο44 : (οικ.) η κατάσταση αυτού που χουζουρεύει: Tου αρέσει το ~ στη λιακάδα. Tο κυριακάτικο ~.
[τουρκ. huzur `πνευματική άνεση, ξεκούραση΄ (από τα αραβ.) -ι]