Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χορταριάζω [xortarjázo] Ρ2.1α μππ. χορταριασμένος : για τόπο που γέμισε με άγρια χόρτα: Xορτάριασε η αυλή. || (για να δηλώσουμε την εγκατάλειψη): Xορταριασμένος τάφος.
[χορτάρ(ι) -ιάζω]



