Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορταρένιος
1 εγγραφή
χορταρένιος -α -ο [xortarénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από χόρτα· χόρτινος: H χορταρένια σκεπή της καλύβας.

[χορτάρ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες