Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοροεσπερίδα
1 εγγραφή
χοροεσπερίδα η [xoroesperíδa] Ο26 : επίσημη, ψυχαγωγική, βραδινή συγκέντρωση με χορό.

[λόγ. χορο- + εσπερ(ίς) -ίδα μτφρδ. γαλλ. soirée dansante]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες