Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χορηγώ [xoriγó] -ούμαι Ρ10.9 : καταβάλλω σε κπ. ένα χρηματικό ποσό ή του παρέχω ένα δικαίωμα: Ο εργοδότης θα χορηγήσει επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. Aπό το υπουργείο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας του εργοστασίου.
[λόγ. < ελνστ. χορηγῶ, αρχ. σημ.: `είμαι χορηγός΄]