Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορδιστής
1 εγγραφή
χορδιστής ο [xorδistís] Ο7 θηλ. χορδίστρια [xorδístria] Ο27 : ειδικευμένος τεχνίτης που κουρδίζει μουσικά όργανα.

[λόγ. χορδισ- (χορδίζω < χορδ(ή) -ίζω μτφρδ. του κουρντίζω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες