Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντρουλός
1 εγγραφή
χοντρουλός -ή -ό [xondrulós] Ε1 : αρκετά χοντρός· χοντρούτσικος: Xοντρουλό παιδί / ύφασμα / χαρτί.

[χοντρ(ός) -ουλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες