Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χοντροδουλειά η [xondroδulá] Ο24 : 1.δουλειά, συνήθ. του σπιτιού, που χρειάζεται κόπο και σωματική αντοχή: Tο πλύσιμο και το σφουγγάρισμα είναι χοντροδουλειές. 2. δουλειά που δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότη τα. ANT λεπτοδουλειά. || (επέκτ.) κακότεχνη δουλειά.
[χοντρο- + δουλειά]