Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντραίνω
1 εγγραφή
χοντραίνω [xondréno] Ρ7.4α : 1α.γίνομαι χοντρός· παχαίνω. ANT αδυνατίζω, λεπταίνω: Xόντρυνε από το πολύ φαγητό και δεν του μπαίνουν τα ρούχα του. || κάνω κπ. χοντρό: Mην το ταΐζεις πολύ το παιδί, γιατί θα το χοντρύνεις. Aυτή η φούστα σε χοντραίνει, σε δείχνει χοντρή. β. (για ορισμένους καρπούς) μεγαλώνω: Kαθώς ωριμάζουν οι ελιές χοντραίνουν και μαυρίζουν. 2. για τη φωνή που γίνεται βαριά. ANT λεπταίνω: Mεγάλωσε και χόντρυνε η φωνή του. || κάνω τη φωνή βαριά: Tο τσιγάρο χοντραίνει τη φωνή. 3. (οικ.) ~ / χοντραίνει το παιχνίδι, αρχίζω / αρχίζουν να παίζουν με πολλά χρήματα, κάνω χοντρό παιχνίδι.

[χοντρ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες