Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χοντρέλα η [xondréla] Ο25α & χοντρέλω [xondrélo] Ο37α : (μειωτ.) γυναίκα πολύ παχιά: Mια ~ σαν βαρέλα.
[χοντρ(ός) -έλα < -έλ(ι) μεγεθ. -α· χοντρέλ(α) -ω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[χοντρ(ός) -έλα < -έλ(ι) μεγεθ. -α· χοντρέλ(α) -ω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |