Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντρέλα
1 εγγραφή
χοντρέλα η [xondréla] Ο25α & χοντρέλω [xondrélo] Ο37α : (μειωτ.) γυναίκα πολύ παχιά: Mια ~ σαν βαρέλα.

[χοντρ(ός) -έλα < -έλ(ι) μεγεθ. -α· χοντρέλ(α) -ω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες