Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοιροτροφείο
1 εγγραφή
χοιροτροφείο το [xirotrofío] Ο39 : εγκαταστάσεις όπου εκτρέφονται χοίροι.

[λόγ. < αρχ. χοιροτροφεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες