Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοιροτροφία
1 εγγραφή
χοιροτροφία η [xirotrofía] Ο25 : κλάδος της κτηνοτροφίας που ασχολείται με την εκτροφή χοίρων.

[λόγ. < ελνστ. χοιροτρόφ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες