Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χνούδι
3 εγγραφές [1 - 3]
χνούδι το [xnúδi] Ο44 : 1α.κοντή τρίχα από μαλλί ή βαμβάκι που προεξέχει από την επιφάνεια ορισμένων υφασμάτων. β. μικροί βόλοι από ίνες που σχηματίζονται στην επιφάνεια υφάσματος ή και χαρτιού ύστερα από μεγάλη χρήση: Tα συνθετικά μαλλιά σηκώνουν / βγάζουν ~. 2. πολύ κοντές, λεπτές και μαλακές τρίχες που καλύπτουν: α. την επιφάνεια ορισμένων τμημάτων του σώματος των ανθρώπων και των άλλων θηλαστικών. β. το κεφάλι των βρεφών και το πρόσωπο των εφήβων, πριν αναπτυχθούν σε κανονικές τρίχες. γ. το σώμα των νεοσσών, πριν αναπτυχθούν σε φτερά. δ. τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών. χνουδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. χνούδιν < *χνούδιον υποκορ. του αρχ. χνοῦς ὁ, ἡ `χνούδι (φρούτων, νεανικού προσώπου)΄]

χνουδιάζω [xnuδjázo] Ρ2.1α μππ. χνουδιασμένος : σχηματίζω χνούδι: Tα καλά υφάσματα, όσο κι αν φορεθούν, δε χνουδιάζουν. || δημιουργώ σε κτ. χνούδι, κυρίως με την πολλή ή κακή χρήση.

[χνούδ(ι) -ιάζω]

χνούδιασμα το [xnúδjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χνουδιάζω.

[χνουδιασ- (χνουδιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες