Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χμ
1 εγγραφή
χμ [xm] επιφ. : χρησιμοποιείται απολύτως ή με πρόταση ή έκφραση για να δηλώσει ο ομιλητής: 1α. απορία ή αμφιβολία, κατάσταση περίσκεψης, αδιεξόδου ή στάδιο συλλογισμού· συχνά σε εικονογραφημένα παιδικά περιοδικά: ~, άσε με να το σκεφτώ καλύτερα. β. απογοήτευση: ~, ώστε έτσι ε! 2. ~, ~, για να δηλώσουμε κατάφαση.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες