Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλωριούχος
1 εγγραφή
χλωριούχος -ος / -α -ο [xloriúxos] Ε14 : (χημ.) για χημική ένωση μετάλλου με χλώριο: ~ μόλυβδος. ~ ένωση. Xλωριούχο κάλιο / μαγνήσιο. Xλωριούχο νάτριο, αλάτι. Xλωριούχο αμμώνιο, νισαντίρι.

[λόγ. χλωρι(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. chloré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες