Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιουμορίστας
1 εγγραφή
χιουμορίστας ο [xumorístas] Ο3 : αυτός που μιλάει ή που γράφει με χιού μορ και ειδικότερα, ο ευθυμογράφος: Γνωστός / διακεκριμένος ~. || (ως επίθ.): ~ συγγραφέας.

[λόγ. χιουμορ(ιστής) -ίστας < αγγλ. humorist (-ist = -ιστής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες