Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιονάτος
1 εγγραφή
χιονάτος -η -ο [xonátos] Ε3 : πάρα πολύ άσπρος, άσπρος σαν το χιόνι· κάτασπρος: Έχει χιονάτη επιδερμίδα / χιονάτα μαλλιά. Tα σεντόνια έγιναν χιονάτα με το καλό πλύσιμο. || η Xιονάτη, πρόσωπο παραμυθιού.

[μσν. χιονάτος < χιόν(ι) -άτος (Χιονάτη: λόγ. σημδ. γερμ. Schneewittchen ή γαλλ. Blanche-Neige)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες