Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χινόπωρο
1 εγγραφή
χινόπωρο το [xinóporo] Ο41 : (λαϊκότρ.) φθινόπωρο.

[< (φθιν)όπωρο παρετυμ. χύν(ω), επειδή τα φυτά “χύνουν” τα φύλλα τους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες