Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χινόπωρο το [xinóporo] Ο41 : (λαϊκότρ.) φθινόπωρο.
[< (φθιν)όπωρο παρετυμ. χύν(ω), επειδή τα φυτά “χύνουν” τα φύλλα τους]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[< (φθιν)όπωρο παρετυμ. χύν(ω), επειδή τα φυτά “χύνουν” τα φύλλα τους]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |