Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιόγραμμο
2 εγγραφές [1 - 2]
χιλιόγραμμο το [xilióγramo & xióγramo] Ο42 : μονάδα βάρους ίση με χίλια γραμμάρια· κιλό: Zυγίζει δύο χιλιόγραμμα. Έχει βάρος δύο χιλιογράμμων.

[λόγ. < γαλλ. kilogramme < kilo- = χιλιο- 2 + -gramme = -γραμμον κατά το pentagramme < ελνστ. πεντάγραμμον (δες λ.)]

χιλιογραμμόμετρο το [xilioγramómetro] Ο42 : (μηχ.) μονάδα μέτρησης του έργου.

[λόγ. < γαλλ. kilogrammètre < kilogram(me) = χιλιόγραμμ(ον) -ο- + -mètre = -μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες