Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χηρειά
2 εγγραφές [1 - 2]
χηρεία η [xiría] Ο25α : 1.η κατάσταση του χήρου ή της χήρας: Tης συμπαραστάθηκε πολύ στα δύσκολα χρόνια της χηρείας της. Δεν άντεξε τη ~ και ξαναπαντρεύτηκε. 2. (λόγ.) για θέση που χηρεύει2: H μητρόπολη τελεί σε ~.

[λόγ. < αρχ. χηρεία]

χηρειά η [xirjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) χηρεία1.

[αρχ. χηρεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες