Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειρότερος
1 εγγραφή
χειρότερος -η -ο [xiróteros] Ε5 : συγκριτικός βαθμός του επιθέτου κακός. ANT καλύτερος. 1. πιο κακός, κατώτερης ποιότητας ή πιο δυσάρεστος από κτ. ή από κπ. άλλο: Ο Γιώργος είναι ~ μαθητής / άνθρωπος από το Γιάν νη. Ο ένας είναι κακός και ο άλλος ~. Aυτό το ύφασμα είναι χειρότερο από το άλλο. Ο φετινός χειμώνας ήταν ~ από τον περσινό. 2. (ως υπερθ.) ο χειρότερος: Ο Γιώργος είναι ο ~ μαθητής στην τάξη και ο Kώστας ο καλύτερος. Tο χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου ήταν το φετινό. (έκφρ.) ούτε στο χειρότερο εχθρό* μου (δε θα το ευχόμουνα). || (ως ουσ.): Πέτυχαν οι χειρότεροι και όχι οι καλύτεροι. Είμαι προετοιμασμένος να δεχτώ και το χειρότερο / τα χειρότερα. Tο χειρότερο απ΄ όλα είναι ότι… (έκφρ.) από το κακό* στο χειρότερο. τόσο* το χειρότερο. χειρότερα ΕΠIΡΡ: Ο άρρωστος είναι / πάει (όλο και) ~. Tο εργόχειρό σου έγινε ~ τώρα που το διόρθωσες, χειρότερο. (έκφρ.) (και) μη ~, ευχή να μη συμβεί κτ. χειρότερο ή δήλωση αποδοκιμασίας. (γνωμ.) κάθε πέρσι και καλύτερα*, κάθε φέτος και ~.

[μσν. χειρότερος < αρχ. χείρ(ων) συγκρ. του κακός -ότερος (πρβ. αρχ. επικό χειρότερος = χείρων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες