Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειρωνακτικός
1 εγγραφή
χειρωνακτικός -ή -ό [xironaktikós] Ε1 : που έχει σχέση με το χειρώνακτα: Xειρωνακτική εργασία. ANT πνευματική. Xειρωνακτικά επαγγέλματα. || (επέκτ.) για εργασία που γίνεται χωρίς ηλεκτρονικά μέσα: Xειρωνακτική μέθοδος καταμέτρησης των ψήφων. χειρωνακτικά ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~.

[λόγ. < αρχ. χειρωνακτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες