Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρωνακτικός -ή -ό [xironaktikós] Ε1 : που έχει σχέση με το χειρώνακτα: Xειρωνακτική εργασία. ANT πνευματική. Xειρωνακτικά επαγγέλματα. || (επέκτ.) για εργασία που γίνεται χωρίς ηλεκτρονικά μέσα: Xειρωνακτική μέθοδος καταμέτρησης των ψήφων.
χειρωνακτικά ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~. [λόγ. < αρχ. χειρωνακτικός]