Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειρουργός
1 εγγραφή
χειρούργος ο [xirúrγos] Ο18 θηλ. χειρούργος [xirúrγos] Ο35 & χειρουργός ο [xirurγós] Ο17 θηλ. χειρουργός [xirurγós] Ο34 : γιατρός ειδικευμένος στη χειρουργική: Γενικός / πλαστικός ~. || ~ οδοντίατρος.

[λόγ. αντδ. < ιταλ. chirurgo ( [kirú-] ) < υστλατ. chirurgus < ελνστ. χειρουργός (μετακ. τόνου κατά το λατ. τονισμό)· λόγ. < ελνστ. χειρουργός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες