Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρουργική η [xirurji
í] Ο29 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις ασθένειες που θεραπεύονται με χειρουργική επέμβαση και με την εκτέλεση αυτών των επεμβάσεων: Γενική / παιδική / πλαστική / αισθητική ~. ~ της καρδιάς, καρδιοχειρουργική. || ~ των δοντιών, χειρουργική επέμβαση στο σώμα του δοντιού. [λόγ. < ελνστ. χειρουργική (ενν. τέχνη) ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. χειρουργικός `που έχει δεξιοτεχνία΄]
- χειρουργικός -ή -ό [xirurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χειρουργική ή με το χειρούργο. α. που τον χρησιμοποιούν για εγχειρήσεις: Xειρουργική κλινική. Xειρουργικό τραπέζι. Xειρουργικά εργαλεία. β. που γίνεται με εγχείρηση: Xειρουργική επέμβαση. H θεραπεία ορισμένων νόσων είναι χειρουργική. γ. που αποτελείται ή που γίνεται από χειρούργους: Xειρουργική εταιρεία / ομάδα. Xειρουργικό συνέδριο. || (ως ουσ.) η χειρουργική*.
χειρουργικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. χειρουργικός, αρχ. σημ.: `που έχει δεξιοτεχνία΄]