Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειροπόδαρα [xiropóδara] & χεροπόδαρα [xeropóδara] επίρρ. : 1.στα χέρια και στα πόδια, συνήθ. στις εκφορές δένω κπ. / πιάνομαι ~: Tον έδεσαν ~ και τον σκότωσαν στο ξύλο. Είναι πιασμένος ~ απ΄ τους ρευματισμούς. 2. (μτφ.) δένω κπ. ~, δεσμεύω κπ. έτσι, ώστε να μην μπορεί να ενεργήσει ή να κινηθεί ελεύθερα: Mε έχει δέσει ~ με τους όρους του συμβολαίου. Είναι δεμένη ~ με τις οικογενειακές υποχρεώσεις.
[λόγ. επίδρ. στο χεροπόδαρα (κατά το χειρο-) < χερο- + ποδάρ(ι) επίρρ. -α]