Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειροβομβίδα
1 εγγραφή
χειροβομβίδα η [xirovomvíδa] Ο26 : είδος μικρού εκρηκτικού μηχανισμού, με ωοειδές σχήμα, που τον ρίχνουν με τα χέρια: Έκρηξη χειροβομβίδας. Tραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας.

[λόγ. χειρο- + βομβίς υποκορ. του βόμβ(α) -ίς > -ίδα μτφρδ. γερμ. Handgranate]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες