Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειριστής
1 εγγραφή
χειριστής ο [xiristís] Ο7 θηλ. χειρίστρια [xirístria] Ο27 : αυτός που είναι ειδι κά εκπαιδευμένος για να χειρίζεται μια μηχανή: ~ αεροσκάφους. || τηλεγραφητής των σημάτων μορς.

[λόγ. < ελνστ. χειριστής `διοικητής΄ σημδ. γαλλ. manipulateur· λόγ. χειρισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες